ακροχειρισμός

ακροχειρισμός
ἀκροχειρισμός, ο (Α) [ἀκροχειρίζω]
το να παλεύει κανείς με τα χέρια του και όχι να συμπλέκεται με ολόκληρο το σώμα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκροχειρισμός — wrestling with hands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροχειρία και ακροχειρισμός — Αρχαίος αθλητικός όρος που σημαίνει τη συμπλοκή και την πάλη με τα χέρια. Συνηθίζονταν από τους αρχαίους στο αγώνισμα παγκράτιο που ήταν συνδυασμός πυγμαχίας και πάλης. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν πριν από την κανονική συμπλοκή, να πιάσει ο ένας τα …   Dictionary of Greek

  • ἀκροχειρισμοῖσιν — ἀκροχειρισμός wrestling with hands masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχειρισμοί — ἀκροχειρισμός wrestling with hands masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχειρισμῶν — ἀκροχειρισμός wrestling with hands masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχειρισμόν — ἀκροχειρισμός wrestling with hands masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • STRANGULATIO — Graece τραχηλισμὸς, in lucta olim et pancratio laudata est, non minus ac ἀκροχειρισμός. Et quidem, uti in ἀκροχειρισμῷ, sine corporum complexu, manibus tantum collatis ac consertis, pugnabant, sic in τραχηλισμῷ, alter alterius cervici ac gulae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροχείρισις — ἀκροχείρισις, η (Α) [ἀκροχειρίζω] ο ακροχειρισμός …   Dictionary of Greek

  • ακροχειρία — η (Α ἀκροχειρία) νεοελλ. ομαδικό στρατιωτικό παιχνίδι, κατά το οποίο δύο αντιμέτωπες ομάδες κρατούνται γερά από τα χέρια και καθεμιά προσπαθεί να παρασύρει μέσα στη γραμμή της τους παίκτες τής άλλης αρχ. ο ακροχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • ακροχειρίζω — ἀκροχειρίζω (Α) 1. παίρνω κάτι με την άκρη τού χεριού μου 2. (συνήθ. το μεσ.) αγωνίζομαι από κοντά, όσο φτάνει το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχείρισις, ἀκροχειρισμός, ἀκροχειριστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”